- δαχτυλιά
- η1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο»)2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι»)4. ποσότητα υγρού μέσα σε ποτήρι ή σκεύος όσο το πάχος ενός δακτύλου («μια δαχτυλιά κρασί»).
Dictionary of Greek. 2013.