δαχτυλιά

δαχτυλιά
η
1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο»)
2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα
3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης τού χεριού («μια δαχτυλιά μέλι»)
4. ποσότητα υγρού μέσα σε ποτήρι ή σκεύος όσο το πάχος ενός δακτύλου («μια δαχτυλιά κρασί»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλιά — η 1. αποτύπωμα από λερωμένο δάχτυλο: Το άσπρο μου πουκάμισο είναι όλο δαχτυλιές. 2. μικρή ποσότητα: Βάλε μου μια δαχτυλιά κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροδαχτυλιά — η [ακροδάχτυλο] δαχτυλιά, κηλίδα που έγινε με την άκρη τού δαχτύλου …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιά — η βλ. δαχτυλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”